- κρυοσφαιρίνη
- ησφαιρίνη που υφίσταται καθίζηση υπό την επίδραση τού ψύχους και συντελεί σε διάφορες παθολογικές εκδηλώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cryoglobuline < cry(o)- (< κρύος, τὸ) + globulin «σφαιρίνη»].
Dictionary of Greek. 2013.